μεγαλοπρέπεια

μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρέπεια, ας, ἡ (s. μέγας, πρέπω and next entry; Hom. et al.; SIG 695, 14; pap [as honorary title]; LXX [only Ps, but not rare there]) majesty, sublimity, of God, with implication that the awesome regard in which God is held derives from awesome performance, w. ἰσχύς 1 Cl 60:1.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλοπρεπείᾳ — μεγαλοπρεπείᾱͅ , μεγαλοπρέπεια magnificence fem dat sg (attic doric aeolic) μεγαλοπρεπείᾱͅ , μεγαλοπρέπεια magnificence fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοπρέπεια — magnificence fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοπρέπεια — η (ΑM μεγαλοπρέπεια, ιων. τ. μεγαλοπρεπείη) [μεγαλοπρεπής] 1. λαμπρότητα, επιβλητικότητα, μεγαλείο 2. πλούτος, πολυτέλεια 3. το υψηλό ύφος τού λόγου 4. λέγεται ως προσφώνηση υψηλών προσώπων («ἡ σὴ μεγαλοπρέπεια», Ιουστιν.) …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοπρέπεια — η γνώρισμα του μεγαλόπρεπου ανθρώπου, η εντυπωσιακή και επιβλητική εμφάνιση: Το μυστήριο τελέστηκε με μεγαλοπρέπεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεγαλοπρεπείας — μεγαλοπρεπείᾱς , μεγαλοπρέπεια magnificence fem acc pl μεγαλοπρεπείᾱς , μεγαλοπρέπεια magnificence fem gen sg (attic doric aeolic) μεγαλοπρεπείᾱς , μεγαλοπρέπεια magnificence fem acc pl (ionic) μεγαλοπρεπείᾱς , μεγαλοπρέπεια magnificence fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοπρεπείαι — μεγαλοπρεπείᾱͅ , μεγαλοπρέπεια magnificence fem dat sg (attic doric aeolic) μεγαλοπρεπείᾱͅ , μεγαλοπρέπεια magnificence fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοπρεπείαν — μεγαλοπρεπείᾱν , μεγαλοπρέπεια magnificence fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοπρεπείῃ — μεγαλοπρέπεια magnificence fem dat sg (epic ionic) μεγαλοπρέπεια magnificence fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοπρέπειαι — μεγαλοπρέπεια magnificence fem nom/voc pl μεγαλοπρέπεια magnificence fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοπρεπείην — μεγαλοπρέπεια magnificence fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοπρέπειαν — μεγαλοπρέπεια magnificence fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”